σφυγμογραφία

σφυγμογραφία
η, Ν
η καταμέτρηση τών αρτηριακών σφύξεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographie (< σφυγμός + -γραφία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφυγμογραφία — η εξέταση του σφυγμού με ειδικό όργανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυγμογραφικός — ή, ό, Ν [σφυγμογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφυγμογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”